- πλιγούρι
- το(λ. τουρκ.), χοντραλεσμένο σιτάρι για σούπα κτλ., αλλιώς μπλιγούρι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πλιγούρι — και μπληγούρι και μπλιγούρι και μπλογούρι και πλουγούρι και μπλουγούρι και μπουλγούρι και πνιγούρι, το, Ν 1. χονδροαλεσμένο ή χονδροκοπανισμένο σιτάρι που χρησιμοποιείται για την παρασκευή σούπας ή άλλων φαγητών 2. το φαγητό που παρασκευάζεται… … Dictionary of Greek
Bulgur — (also bulghur or burghul) [http://74.125.39.104/search?q=cache:KZb9z7MB5l4J:www.ochef.com/110.htm+bulghur hl=en ct=clnk cd=1] (from Turkish bulgur [ [http://www.m w.com/dictionary/bulgur Merriam Webster Online Bulgur] ] , known as πλιγούρι ,… … Wikipedia
Gemista — Gemista: tomates y pimientos rellenos de arroz. La gemista (en griego γεμιστά) es un plato de la cocina griega consistente en tomates y pimientos rellenos de arroz y especias, y cocidos en el horno. A veces también se hace con berenjena o… … Wikipedia Español
-ούρι — υποκορ. κατάλ. τής Νέας Ελληνικής από μσν. κατάλ. ούρι(ο)ν που σχηματίστηκε από ουσ. σε ουρος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. μελάν ουρος > μελαν ούρι, παλί ουρος > παλι oύρı, κόντ ουρος > κοντ ούρι) και επεκτάθηκε και σε ονόματα που δεν… … Dictionary of Greek
ερεικτός — ἐρεικτός και ἐρικτός, ή, όν (Α) [ερείκω] 1. (για όσπρια) ο χονδραλεσμένος, ο χονδροκοπανισμένος 2. (το ουδ. συνήθ. στον πληθ.) τὸ ἐρ(ει)κτὸν και τὰ ἐρ(ε)ικτά το χονδραλεσμένο σιτάρι, το πλιγούρι … Dictionary of Greek
μπληγούρι — και μπλιγούρι, το βλ. πλιγούρι … Dictionary of Greek
μπλουγούρι — το βλ. πλιγούρι … Dictionary of Greek
μπουλγούρι — το βλ. πλιγούρι … Dictionary of Greek
πνιγούρι — το, Ν βλ. πλιγούρι … Dictionary of Greek
χίδρον — και χῖδρον, τὸ, Α συν. στον πληθ. τὰ χῑδρα χοντροαλεσμένο ή χοντροκοπανισμένο σιτάρι, το πλιγούρι, καθώς και το φαγητό που παρασκευάζεται από αυτό («χῑδρα φαγὼν ἀναθαρρήσῃ καὶ στεμφύλῳ εἰς λόγον ἔλθη», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η άποψη … Dictionary of Greek